- κληρουχικός
- κληρουχικός, -ή, -όν (Α) [κληρούχος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κληρουχία, σε αποικία (α. «γῆ κληρουχική» — γη για παραχώρηση, για διανομή σε κληρούχους, Αριστοφ.β. «κληρουχικός νόμος» — μετάφρ. στα Ελληνικά τού λατ. lex agraria από τον Πλούτ.γ. «τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν κληρουχικῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.