κληρουχικός

κληρουχικός
κληρουχικός, -ή, -όν (Α) [κληρούχος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κληρουχία, σε αποικία (α. «γῆ κληρουχική» — γη για παραχώρηση, για διανομή σε κληρούχους, Αριστοφ.
β. «κληρουχικός νόμος» — μετάφρ. στα Ελληνικά τού λατ. lex agraria από τον Πλούτ.
γ. «τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν κληρουχικῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κληρουχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικά — κληρουχικός of neut nom/voc/acc pl κληρουχικά̱ , κληρουχικός of fem nom/voc/acc dual κληρουχικά̱ , κληρουχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικῶν — κληρουχικός of fem gen pl κληρουχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικοῖς — κληρουχικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικῆς — κληρουχικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχική — κληρουχικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικήν — κληρουχικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρονομικός — ή, ό / χωρονομικός, ή, όν, ΝΑ [χωρονομῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανομή τών γαιών μιας χώρας αρχ. φρ. «χωρονομικὸς νόμος» ο κληρουχικός νόμος (Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”